- δάσκια
- δάσκιοςthick-shadedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δάσκιος — δάσκιος, ον (Α) 1. με πυκνή σκιά («δάσκιος ὕλη» σκιερό, πυκνό δάσος) 2. δασώδης («δάσκια ὄρη») 3. (για τα γένια) «δάσκιον γενειάδα» τα μακριά, πυκνά του γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για σύνθετη λ. με α συνθετικό το επιτατικό… … Dictionary of Greek